- ἀποκαταστάσεων
- ἀποκαταστάσεω̆ν , ἀποκατάστασιςrestorationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξελιγμός — ο (AM ἐξελιγμός) [εξελίσσω] (για στρατιωτική παράταξη) ανάπτυξη, ξετύλιγμα («οἱ ἐπὶ τῶν ἵππων ἐξελιγμοί») αρχ. 1. (για λαγό) ελικοειδής κίνηση 2. κίνηση, περιστροφή 3. (για μικρές χρονικές περιόδους που περιλαμβάνουν πλήρη αριθμό συνοδικών μηνών … Dictionary of Greek